- παρακένωσις
- παρακένωσις, εως, ἡ,A evacuation, Pall. in Hp.2.171 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακένωσις — ώσεως, ἡ, Μ [παρακενώ] έκκριση, εκκένωση από τα πλάγια … Dictionary of Greek
παρακένωσιν — παρακένωσις evacuation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)